1.     Καμιά λέξη δεν τονίζεται πάνω από την προπαραλήγουσα  (όπως και στα νέα ελληνικά):   λύομεν, ἐλύομεν.
 
  1. Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία: παρήγορος, διώκομεν,  νθρωπος.
 
3.     Κάθε βραχύχρονη συλλαβή όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία : νέος, πέμπω, δόξα, βωμός, πηγαί, ναοί, λέλυκα.
 
4.     Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία  εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα : θήκη, κώμη, κλαίω, λιμώττων.
 
5.     Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα :  κπος, χρος, δρον, εναι.
 
  1. Οι δίφθογγοι είναι μακρόχρονοι, εκτός από εξαιρέσεις, όπως:
Οι δίφθογγοι αι και οι όταν βρίσκονται εντελώς στο τέλος της λέξης, είναι βραχύχρονοι:   στρατιῶται, ναῦται, δουλοι,   ενώ στρατιώταις, ναύταις, δούλοις.
 
  1. Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται: η βασίλισσα, αλλά της βασιλίσσης, ο ἄνθρωπος, αλλά του ἀνθρώπου. (δηλαδή ο τόνος «κατεβαίνει» στην παραλήγουσα)
 
  1. Η ονομαστική, αιτιατική και κλητική, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει οξεία : ὁ μαθητής,  τόν  μαθητήν,  ὦ  μαθητά,  αἱ  πηγαί,  τάς  πηγάς,  ὦ  πηγαί
 
  1. Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική (=μακρόχρονη λήγουσα των ονομάτων), όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη:  τοῦ ποιητοῦ,  τῷ ποιητῇ, τῶν θεῶν,  τοῖς θεοῖς, τῆς ὁδοῦ, τῇ ὁδῷ, τῶν τομῶν, ταῖς τομαῖς